«Ας μας εξηγήσει η Βιεννέζα». Τα λόγια του καθηγητή του Παντείου ηχούν ακόμα στα αυτιά της Κωνσταντίνας Zöhrer, δεκατρία χρόνια αργότερα. «Ήταν η πρώτη μου εβδομάδα στο ελληνικό πανεπιστήμιο» μου διηγείται σήμερα «είχα δώσει Πανελλήνιες με τους Ομογενείς- μολονότι στα χαρτιά ακόμα και σήμερα θεωρούμαι ‘αλλογενής ελληνικής καταγωγής’». Μια πρώτη «γεύση» από την ελληνική γραφειοκρατία πήρε αναμένοντας εναγωνίως τα αποτελέσματα. «Δεν μας τα έλεγαν από το Υπουργείο Παιδείας και αναγκαστήκαμε να ζητήσουμε τη μεσολάβηση της Πρεσβείας, με συνέπεια τελικά να εγγραφώ στις 13 Νοεμβρίου στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας».
Η Κωνσταντίνα, που σήμερα έπειτα από μια επιτυχημένη πορεία στον χώρο της διαφήμισης και της νεανικής επιχειρηματικότητας, ασχολείται με την κοινωνική επιχειρηματικότητα και είναι πρόεδρος στο εργαστήριο κοινωνικής καινοτομίας «180 Μοίρες». Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Βιέννη από μητέρα Ελληνίδα και πατέρα Αυστριακό. «Ερχόμασταν τα καλοκαίρια στην Ελλάδα, την Αθήνα την ανακάλυψα, ωστόσο, στην εφηβεία». Τότε, περνά μαζί με τον αδελφό της και τους φίλους του ξέγνοιαστα τις διακοπές των Χριστουγέννων στην ελληνική πρωτεύουσα. «Έπαθα σοκ από τις αποστάσεις στην Αθήνα, αλλά και τον ενθουσιασμό μου στην πρώτη μου βόλτα στα Εξάρχεια. Τότε είπα στον εαυτό μου: εδώ θέλω να μείνω».
Η Κωνσταντίνα δεν έμεινε στα λόγια. Όταν αποφοίτησε από το σχολείο, παρά τις ενστάσεις των γονιών της αλλά και την επιτυχία της στις αντίστοιχες εξετάσεις στην Αυστρία (Reifeprüfung), διεκδικεί να έρθει στην Ελλάδα και να περάσει τον… Γολγοθά των Πανελληνίων, ο οποίος μάλλον δεν την πτόησε μαθημένη καθώς ήταν από το αυστηρό εκπαιδευτικό σύστημα της Αυστρίας. Ο πρώτος χρόνος στο Πανεπιστήμιο είναι δύσκολος, «ήμουν με δύο λεξικά ανά χείρας, ενώ εισέπραξα και ορισμένα ξενοφοβικά σχόλια λόγω καταγωγής».
Μήνα με τον μήνα, όμως, η Κωνσταντίνα προσαρμόζεται. Οι βαθμοί ανεβαίνουν και οι φίλοι πληθαίνουν. Παράλληλα, «μπολιάζει» τη φοιτητική της ζωή με πρακτικές, όπως συνηθίζεται στην Αυστρία. Έτσι, μαθητεύει στο Αρχείο Ελληνογερμανικών Σχέσεων στο ΕΚΠΑ, στα ιστορικά αρχεία του ΑΣΚΙ και στον Συνήγορο του Πολίτη. «Ο ξενικό μου επίθετο άλλοτε ανοίγει πόρτες και άλλοτε κλείνει» ομολογεί «σε κάθε περίπτωση οι Έλληνες δυσκολεύονται να το προφέρουν. Όταν απέκτησα περισσότερη αυτοπεποίθηση, άρχισα να συστήνομαι ως Κωνσταντίνα σκέτο».
Ο κόσμος την ρωτάει επίμονα, γιατί δεν επιστρέφει στην εύρωστη πατρίδα της, όπου, άλλωστε, ζει πάντοτε η οικογένειά της. «Αυτοί, βέβαια, δεν γνωρίζουν τα κακώς κείμενα της πρώτης μου πατρίδας» μου απαντά αφοπλιστικά. «Η επιλογή μου να έρθω στα δεκαοχτώ στην Ελλάδα καθόρισε την μετέπειτα εξέλιξη μου».
«Είμαι παιδί του φωτός, στην Ελλάδα έχω περισσότερη ενέργεια, την οποία διοχετεύω σε χιλιάδες ασχολίες» διευκρινίζει. «Αν είχα μείνει στην Βιέννη, θα είχα περάσει όλα τα νεανικά χρόνια στο πατρικό μου και σήμερα θα ήμουν κάπου υπάλληλος, φαντάζομαι». Ενώ στην Ελλάδα «έμαθα να ελίσσομαι, να ξεπερνώ εμπόδια και εν τέλει ανακάλυψα τη δημιουργικότητα που είχα μέσα μου».
Πριν δύο χρόνια μετακόμισε στον Κεραμεικό, όπου σκοπεύει να «ριζώσει». «Μου αρέσει η γειτονιά, γιατί θυμίζει παλιά Αθήνα και συγκεντρώνει ένα μωσαϊκό ανθρώπων: φοιτητές, χίπστερ, καλλιτέχνες, εγώ για παράδειγμα μένω στο ίδιο στενό με την Γαλάνη και γύρω από το σπίτι μου έχω πολλά θέατρα» περιγράφει «πολλοί είναι αυτοί που δηλώνουν ενοχλημένοι από τα studios στον Κεραμεικό, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι βρίσκονταν ανέκαθεν εδώ τριγύρω».
«Λένε ότι ο Κεραμεικός είναι τα ώριμα Εξάρχεια, όσοι στα νιάτα τους προσπάθησαν να αλλάξουν τον κόσμο μέσω της επανάστασης και δεν τα κατάφεραν, ήρθαν εδώ πεπεισμένοι πλέον ότι υπάρχουν και άλλα μονοπάτια που οδηγούν στην αλλαγή» συμπληρώνει γελώντας.
Δημοσιεύθηκε στο Attica Mag 1/2015 #18, δείτε το και στο Issuu